-
1 разбирательство
юр. η (δικαστική) εξέταση/διαδικασίαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > разбирательство
-
2 передача
1. свз. (передаваемая информация) η μετάδοση, η διαβίβαση, η εκπομπήмногоканальная - των πολλών διαύλων/καναλιώνпробная - в полёте ав. δοκιμαστική - κατά την πτήσηцветная - (тлв.) έγχρωμη -2. (вид излучения) η εκπομπή, η ακτινοβολία 3. (механизм передачи движения) η μετάδοση- зубчатая геликоидальная - см. - зубчатая винтовая - зубчатая планетарная οδοντωτή πλανητική -зубчатая - с внешним{}внутренним{} зацеплением οδοντωτή - με εξωτερική/εσωτερική μετάδοσηканатная - με σύρματα/σχοινιάремённая - με ιμάντα, η ιμαντοκίνηση4. (действие) η μεταβίβασ/η, η μεταφοράбез права - и юр. χωρίς/δίχως δικαίωμα - ης- управления вчт. - του ελέγχου5. физ. η μεταφοράРусско-греческий словарь научных и технических терминов > передача
-
3 исход
-а α.1. παλ. έξοδος•исход евреев из Египта η έξοδος των Εβραίων από την Αίγυπτο.
2. τέλος, έκβαση, απόληξη, πέρας•роковой -дела μοιραίο τέλος της υπόθεσης•
исход соревнования το αποτέλεσμα της άμιλλας•
год подходит к -у ο χρόνος πλησιάζει να βγεί•
-боя η έκβαση της μάχης•
на -е дня στο τέλος της μέρας•
счастливый исход ευτυχής έκβαση•
в -е στο τέλος, κατά το τέλος•
на -е στο τέλος•
дать исход чему δίνω τέλος (τέρμα) σε κάτι.
-
4 входить
входитьнесов1. ἐἰσέρχομαι, μπαίνω/ διεισδύω, είσχωρω (проникать):\входить в дом μπαίνω (или ἐἰσέρχομαι) στό σπίτι· \входить в порт (о судне) είσπλέω στό λιμάνί2. (вмещаться) είσχωρω, χωρῶ, μπαίνω13. (включаться в состав чего-л.) μπαίνω, παίρνω μέρος:\входить в состав правительства παίρνω μέρος στήν κυβέρνηση·4. (вникать) μπαίνω, ἐμβαθύνω, γνωρίζομαι:\входить в роль μπαίνω στό ρόλο· \входить в суть Дела ἐμβαθύνω στήν οὐσία τῆς ὑπόθεσης· \входить в подробности μπαίνω στίς λεπτομέρειες·5. (обращаться куда-л.) ἀποτείνομαι, ἀπευθύνομαι:\входить с предложением (с ходатайством) κάνω πρόταση (αίτηση)· ◊ \входить в переговоры ἀρχίζω διαπραγματεύσεις· \входить в контакт ἐρχομαι σέ ἐπαφή· \входить в соглашение συμβιβάζομαι, συμφωνὤ \входить в доверие ἀποκτῶ τήν ἐμπιστοσύνη· \входить в чье-л. положение συναισθάνομαι τήν κατάσταση κάποιου· \входить в азарт με πιάνει τό πάθος τοῦ παιχνιδιού· \входить в силу μπαίνω σέ ἰσχύ· \входить в привычку γίνεται συνήθεια· \входить в пословицу γίνεται παροιμία, γίνομαι παροιμιώδης· \входить в мс-АУ γίνομαι τής μόδας· \входить во вкус ἀρχίζει να μ' ἀρέσει κάτι· \входить в жизнь καθιερώνομαι· это не входило в мой расчеты αὐτό δέν τό είχα ὑπολογίσει, δέν τό είχα σκεφτεί. -
5 суть
сут||ьж ἡ οὐσία:\суть дела ἡ οὐσία τής ὑπόθεσης· по \сутьи дела στήν οὐσία, κατ' οὐσίαν. -
6 войти
войду, войдешь, παρλθ. χρ. вошел, -шла, -шло, μτχ. παρλθ. χρ. вошедший, επίρ. μτχ. войдя ρ.σ.1. εισέρχομαι, μπαίνω, εισδύω•войти в комнату μπαίνω στο δωμάτιο•
заноза -шла глубоко внутрь η αγκίδα μπήκε μέσα βαθιά.
2. συμπεριλαμβάνομαι•войти в список συμπεριλαμβάνομαι στον κατάλογο.
|| γίνομαι μέλος•он -шел в состав комитета αυτός μπήκε στην επιτροπή.
3. Χωρώ, περιλαμβάνομαι•белье не -шло в чемодан τα ρούχα δέν μπήκαν (δε χώρεσαν) στη βαλίτσα.
4. εισχωρώ, εισδύω•войти в суть дела μπαίνω στην ουσία της υπόθεσης.
5. με την πρόθεση «В» και με αφηρεμένα ουσιαστικά σημαίνει: αρχίζω να... войти в переговоры αρχίζω συνομιλίες (διαπραγματεύσεις)•в действие μπαίνω (τίθεμαι) σε εφαρμογή•
в силу μπαίνω σε ισχύ, αρχίζω να ισχύω•
войти в сношения αρχίζω να πιάνω σχέσεις•
войти в привычку αρχίζω να γίνομαι συνήθεια•
войти в моду (αρχίζω να) γίνομαι της μόδας•
войти в известность γίνομαι γνωστός.
εκφρ.войти в доверие – αποχτώ την εμπιστοσύνη•войти в милость – αποχτώ την ευμένεια•войти в дружбу – πιάνω φιλία•войти в быт – μπαίνω στην καθημερινή χρήση ή ζωή•войти в жизнь – α) γίνομαι συνήθεια, μπαίνω στη ζωή. β) συνηθίζω στη ζωή•войти в историю – μπαίνω στην ιστορία•войти в колею ή в русло – συνηθίζω στη ζωή•войти в лета ή в года ή в возраст – παλ. ηλικιώνομαι, ωριμάζω, έρχομαι στα χρόνια•войти в подробности – μπαίνω σε λεπτομέρειες•войти в положение, кого – καταλαβαίνω την κατάσταση του•войти в пословицу ή в поговорку – γίνομαι παροιμία, γνωμικό. -
7 ради
πρόθ. με γεν.1. χάρις, χάριν, για, δια, προς•не для себя, а ради общей пользы όχι για τον εαυτό μου, αλλά για το κοινό όφελος•
сего, того ради χάριν αυτού, εκείνου• χάριν του ενός, χάριν του άλλου•
ради дела χάριν της υπόθεσης•
ради него για χατήρι του.
2. για όνομα, εν ονόματι, στο όνομα•просить христа ради ζητώ στο όνομα του Χριστού•
ради дружбы στο όνομα (χάριν) της φιλίας.
3. λόγω, ένεκα•ради развлечения για διασκέδαση•
шутки ради χάριν αστειότητας•
ради смеха για γέλιο.
4. γιατί,για ποιο λόγο, σκοπό, για ποια αιτία, προς τι•чего ради ты пошл туда? γιατί πήγες εκεί;•
его простили ради молодости τον συγχώρησαν γιατί ήταν νέος.
-
8 развал
-а α.1. κατακρήμνηση, κατάρευση, γκρέμισμα• κατάρριψη•развал стены γκρέμισμα του τοίχου.
2. μτφ. αποσύνθεση, διάλυση, εξάρθρωση• ξεχαρβάλωμα• σπαράλιασμα-- дела σπα-ράλιασμα της υπόθεσης.3. αταξία, ακαταστασία.4. εδαφιαίος χώρος αγοράς (παζαριού).5. το μισό κατά μήκος πριονισμένου κορμού δέντρου.6. η φούρια της αγοράς (παζαριού). -
9 суть
суть 1-и θ.ουσία, το βασικό, το κύριο, η κεφαλαιώδης σημασία•суть дела η ουσία της υπόθεσης•
суть вопроса η ουσία του ζητήματος•
по -и дела στην ουσία, ουσιαστ ικά,.πραγματ ικά.
суть 23ο πρόσ. πλθ. του ρ. быть είναι•тигры, львы и пантеры суть хищные животные οι τίγρεις, τα λιοντάρια και οι πάνθηρες είναι αρπαχτικά ζώα.
εκφρ.не суть важно – δεν είναι ουσιαστικό, δεν είναι σημαντικό. -
10 сущность
-и θ.1η ουσία• το βασικό, το κύριο, η βασική υπόσταση•сущность жизни η ουσία της ζωής•
сущность произведения η ουσία του έργου•
сущность дела, вопроса η ουσία της υπόθεσης, του ζητήματος.
εκφρ.в сущностьи – στην ουσία, στην πραγματικότητα. -
11 ядро
-а, πλθ. ядра, ядер, ядрам ουδ.1. ο πυρήνας, το κουκούτσι•ядро маслины κουκούτσι ελιάς, ο ελαιοπυρήνας.
2. το εσωτερικό μέρος•ядро древесины η εντεριώνη (δέντρου)•
ореха η ψίχα του καρυδιού•
ядро атома ο πυρήνας του ατόμου.
|| (βιολ.) το κύτταρο.3. μτφ. βάση, βάθρο•ядро разведывательного отряда ο πυρήνας του ανιχνευτικού τμήματος•
ядро партийной организации ο πυρήνας της κομματικής οργάνωσης.
|| μτφ. το βασικό, το κύριο,η ουσία•ядро вопроса η ουσία του ζητήματος•
-дела η ουσία της υπόθεσης.
4. παλ. σφαιροειδές βλήμα πυροβόλου, σφαίρα.5. (αθλτ.) η σφαίρα•соревнования по толканию -а αγώνες σφαιροβολίας.
-
12 вникать
вникатьнесов, вникнуть сов ἐμβαθύνω, ἐννοῶ, καταλαβαίνω:\вникать в слова учителя χωνεύω (или καταλαβαίνω) τά λόγια τοῦ δασκάλου· \вникать в суть дела μπαίνω στήν οὐσία τῆς ὑπόθεσης. -
13 выяснение
выяснениес ἡ διασαφήνιση [-ις], ἡ διευκρίνηση [-ις], ἡ ἀποσαφήνιση [-ις], ἡ ἐξακρίβωση [-ις]:\выяснение дела ἡ διαλεύκανση τῆς ὑπόθεσης. -
14 предопределить
предопределитьсов, предопределять несов προκαθορίζω, προαποφασίζω:\предопределить исход дела προκαθορίζω τήν Εκβαση τής ὑπόθεσης. -
15 решать
реш||атьнесов1. (принимать решение) ἀποφασίζω, παίρνω ἀπόφαση/ βγάζω ἀπόφαση (в суде):я \решатьйл остаться дома ἀποφάσισα νά μείνω στό σπίτι· \решать дело в чью-л. пользу (в суде) βγάζω ἀπόφαση ὑπέρ τίνος· это \решатьено εἶναι ἀποφασισμένο·2. (задачу и т. ἡ.) λύ(ν)ω:\решать задачу λύ(ν)ω τό πρόβλημα· это \решатьа́ет исход дела αὐτό κρίνει τήν ἐκβαση τής ὑπόθεσης· это не \решатьа́ет вопроса αὐτό δέ λύει τό ζήτημα. -
16 слушание
слу́шан||иес1. ἡ ἀκρόαση, τό ἀκουσμα:\слушание му́зыки ἡ ἀκρόαση μουσικής·2. юр. ἡ ἐξέταση [-ις], ἡ ἐκδίκαση [-ις]:\слушание дела ἡ ἐκδίκαση τής ὑπόθεσης. -
17 уяснить
уяснитьсов, уяснять несов ξεκαθαρίζω, διευκρινίζω:\уяснить себе что-л. ξεκαθαρίζω κάτι στό μυαλό μου· \уяснить себе суть дела ξεκαθαρίζω τήν οὐσία τής ὑπόθεσης· \уяснить смысл чего́-л. ἐννοῶ, καταλαβαίνω τό νόημα -
18 вера
-ы θ.1. πίστη• θρησκεία•вера в Бога πίστη στο Θεό•
вера в загробную жизнь πίστη στη μεταθανάτια ζωή•
христианская вера η χριστιανική θρησκεία•
человек иной -ы αλλόθρησκος.
2. πεποίθηση•вера в успех дела πίστη στην επιτυχία της υπόθεσης.
3. εμπιστοσύνη, μπέσα•торговля держится на -е το εμπόριο στηρίζεται στην εμπιστοσύνη.
εκφρ.- ой и правдой служить – υπηρετώ ψυχή τε και σώματι•- принять на веру – παραδέχομαι με καλή πίστη. -
19 вероятный
επ., βρ: -тен, -тна, -тноπιθανός, ενδεχόμενος•вероятный исход дела πιθανή έκβαση της υπόθεσης.
-
20 всесторонний
επ.πολύπλευρος, πολυμερής• λεπτομερής•-ее развитие πολύπλευρη ανάπτυξη•
всесторонний разбор дела λεπτομερής εξέταση της υπόθεσης.
- 1
- 2